ἐγγέγραπται

ἐγγέγραπται
ἐγγράφω
make incisions into
perf ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

  • συνεγγράφω — ΜΑ [ἐγγράφω] εγγράφω ή καταγράφω κάποιον μαζί με κάποιον άλλον μσν. ζωγραφίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο («ὁ σταυρὸς ἐγγέγραπταί σοι, ὁ δὲ σταυρωθείς οὐ συνεγγέγραπται», Στουδ. Θεόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”